ραντιστήρι(ον)

ραντιστήρι(ον)
τό
1) опрыскиватель; лейка; 2) церк, кропило

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ραντιστήρι(ον)" в других словарях:

  • ραντιστήρι — το / ῥαντιστήριον, ΝΜΑ 1. δοχείο με διάτρητο πώμα που χρησιμοποιείται για ραντισμό φυτών, λουλουδιών κ.λπ. 2. εκκλ. α) δοχείο το οποίο χρησιμοποιείται για τον ραντισμό τών πιστών με μύρο ή με αγιασμό β) δέσμη βασιλικού ή δεντρολίβανου, με την… …   Dictionary of Greek

  • βρεκτηρία — η [βρέχω] το ραντιστήρι …   Dictionary of Greek

  • βρεχτούρα — η [βρεχτός] 1. το ραντιστήρι του αγιασμού 2. ο βρέχτης των σιδηρουργών …   Dictionary of Greek

  • κανί — και καννί, το 1. εκκλησιαστικό σκεύος που χρησιμοποιείται για ραντισμό τών πιστών, ραντιστήρι 2. στον πληθ. τα κανιά τα σκέλη τών ποδιών, ιδίως τα μακρά και ισχνά («μάζεψε τα κανιά σου που έπιασες όλο το κάθισμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κανν ί(ον) <… …   Dictionary of Greek

  • περιρραντήριο — το / περιρραντήριον, ΝΜΑ 1. χρυσό ή αργυρό σκεύος με αγιασμένο νερό, με το οποίο οι πιστοί ραίνονταν προτού εισέλθουν στον ναό 2. λίθινες λεκάνες στηριζόμενες σε βάσεις διαφόρων μορφών, όπως λ.χ. αγάλματα γυναικών ή λιονταριών, οι οποίες ήταν… …   Dictionary of Greek

  • ραντισμός — Τελετουργική πράξη της οποίας οι ρίζες βρίσκονται στα προχριστιανικά θρησκεύματα. Πρόκειται για ρ. με αγιασμένο νερό, που αποβλέπει στην κάθαρση ή ευλογία προσώπων, οικημάτων, σκευών, πλοίων κλπ. Στην Ελλάδα ο ρ. του είδους γίνεται με ραντιστήρι… …   Dictionary of Greek

  • ραντιστήρας — ο, Ν το ραντιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραντίζω + κατάλ. τήρ(ας), πρβλ. κινη τήρας] …   Dictionary of Greek

  • ροδοκάνι — το, Ν δοχείο με διάτρητο πώμα για ραντισμό με ροδόσταγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + κανί «ραντιστήρι»] …   Dictionary of Greek

  • βρεχτούρα — η το ραντιστήρι: Παλιά ράντιζαν τα ρούχα για σιδέρωμα με τη βρεχτούρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ραντιστήρας — ραντιστήρας, ο και ραντιστήρι, το δοχείο κατάλληλο για ράντισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»